- πλημμύρισμα
- το, Ν [πλημμυρίζω]1. το να πλημμυρίζουν τα νερά ποταμού, πηγαδιού κ.λπ., το να βγαίνουν έξω από τα φυσικά ή τεχνητά αναχώματα2. μτφ. η υπεραφθονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλημμύρισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πλημμυρίζω, ξεχείλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναπλήρωση — η (Α ἀναπλήρωσις) πλήρωση αυτού που ελλείπει, συμπλήρωση νεοελλ. προσωρινή ή οριστική αντικατάσταση κάποιου με άλλον αρχ. 1. μέσον για συμπλήρωση 2. ικανοποίηση, εκπλήρωση επιθυμίας 3. ανάκτηση, αποκατάσταση 4. εκπλήρωση, πραγματοποίηση,… … Dictionary of Greek
εκχείλιση — η 1. ξεχείλισμα, πλημμύρισμα 2. γέμισμα ώς τα χείλη … Dictionary of Greek
πελάγισμα — τὸ, Μ [πελαγίζω] πλημμύρα, πλημμύρισμα … Dictionary of Greek
πρόσκλυση — η / πρόσκλυσις, ύσεως, ΝΑ [προσκλύζω] υπερεκχείλιση, πλημμύρισμα νεοελλ. (νομ.) η από την φορά τών ποτάμιων υδάτων απόσπαση παραποτάμιου εδάφους από ένα κτήμα και η φυσική ένωσή του με άλλο κτήμα τής ίδιας ή τής απέναντι όχθης … Dictionary of Greek
υπερχείλιση — η το πλημμύρισμα, το ξεχείλισμα: Υπερχείλιση του ποταμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)